κοκαϊνομανία

κοκαϊνομανία
η, και κοκαϊνισμός, ο
ιατρ. τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomanie < cocaine (< coca + -ine) + -manie (πρβλ. -μανία < μανία < μαίνομαι. Η συνώνυμη λ. κοκαϊνισμός είναι επίσης ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cocainisme < cocaine + -isme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκαΐνομανία, η — και κοκαϊνισμός,ο η κακή ροπή για τη ναρκωτική χρήση της κοκαΐνης: Τον έχει πιάσει κοκαΐνομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκαϊνισμός — ο, και κοκαϊνομανία, η βλ. κοκαϊνομανία …   Dictionary of Greek

  • κοκαϊνομανής — ές αυτός που κατέχεται από μανιώδες πάθος για συχνή λήψη κοκαΐνης, αυτός που πάσχει από κοκαϊνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomane < cocaine (< coca + ine) + mane (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”